- σύξυλος
- -η, -ο, Ν1. (για ξύλινο κατασκεύασμα) μαζί με όλα τα ξύλα από τα οποία αποτελείται, ολόκληρος («το καράβι βούλιαξε σύξυλο»)2. μτφ. (για πρόσ.) άναυδος, κατάπληκτος, ακίνητος («έμεινε σύξυλος απ' την τρομάρα του»)3. φρ. α) «τ' άφησε σύξυλα» — τά παράτησε όπως ήταν κι έφυγεβ) «σύξυλο ναυάγιο» — ολοκληρωτικό ναυάγιο.επίρρ...σύξυλα Νολοκληρωτικά, εντελώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ξύλο].
Dictionary of Greek. 2013.